Μπήκε στο προκάτ 1 με το μισό κουλούρι στο χέρι. Το άλλο μισό το είχε φάει ήδη.
Ήταν γεμάτο από κόσμο που περίμενε για να κάνει τις συναινετικές προσημειώσεις του.
Κοίταξε γύρω και είδε κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχε όμως χρόνο για αυτά.
Έψαξε για την δικηγόρο της τράπεζάς του και τότε την είδε: Μελαχρινή, διακριτικά βαμμένη, με ένα μπεζ στενούτσικο παντελόνι, ένα άσπρο πουκάμισο. Κρατούσε φάκελο δικογραφίας στο χέρι. Ίσως τελικά να μην γίνονται μόνο συναινετικές προσημειώσεις σήμερα, σκέφτηκε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αυτή κοίταξε το κουλούρι του· όχι και το πιο σέξυ θέαμα. Παρόλα αυτά δεν τραβήχτηκε, ίσως και μια υποψία χαμόγελου να σχηματίστηκε στα χείλη της.
Η δικηγόρος του δεν είχε έρθει ακόμη, οπότε κάθησε σε μια καρέκλα και βάλθηκε να βλέπει τον κόσμο με την περιέργεια μιας κουτσομπόλας.
Ήταν όλοι εκεί: η γιαγιά που την υποβάσταζαν για να πει το ναι στην προσημείωση, η αυστηρή δικαστής με τα γυαλιά πρεσβυωπίας, ο πρώην μάγκας μουστακαλής με το παχύ αλλά άσπρο μουστάκι, οι δικηγόροι με τα μπεζ κοντομάνικα πουκαμισάκια (καλά το κάνουν επίτηδες για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους;), η κοκκινομάλλα - ελαφρώς αναμαλλιασμένη - με το πράσινο στράπλες φόρεμα που μοιάζει μόλις να βγήκε από το Sex and the City, η μαυρισμένη με το τατουάζ χέννας πάνω απ' τον αστράγαλο - κρίμα για το πρόσωπο ρε συ, πάει χαμένο τέτοιο σώμα -, η υπέρ του δέοντος γεμίζουσα το κολλάν που φοράει, ο κουστουμάκιας που είναι συνέχεια στο κινητό, το ζευγάρι που περιμένει αλλά δεν λέει και να ανταλλάξει και καμμιά κουβέντα, ο καραφλός με την κοιλίτσα (αυτή που οι Βρεταννοί ονομάζουν beerbelly - πες το αυτό με μια λέξη στην πλούσια ελληνική γλώσσα σου με το «εν πλώ» και το φιλότιμο που δεν υπάρχουν σε καμμιά άλλη γλώσσα), οι δικηγόροι με το κινητό και την στάνταρ φράση «Είστε μέσα στο κτήριο; Σηκώνω το χέρι μου με βλέπετε;».
Ήταν και η όμορφη - πως αλλιώς να την πει; -. Δικηγόρος αλλά κάποιον περίμενε. Την ξανακοίταξε. Το βλέμμα της έψαχνε στον χώρο μα όταν έπεσε πάνω του έμεινε λίγο παραπάνω. Κάτι παίζει, σκέφτηκε.
Μια ψιλή, άχαρη μπήκε μέσα με μια τσάντα λαχούρι και φώναξε την τράπεζα του. Μαζεύτηκαν τέσσερεις πέντε· μαζί τους και η όμορφη.
Έδωσε ταυτότητα, του διάβασε τα του εγγράφου, και έφυγε να ξανακάτσει. Κοίταξε την όμορφη. Είχε μια κάποια ανησυχία. Ακόμη και όταν έκανε τις συνεννοήσεις, με την δικηγόρο του, κοιτούσε προς το μέρος του.
Ήταν σέξυ σήμερα. Θέλεις το μωβ πουκάμισο με τον φαρδύ, ψηλό γιακά, θέλεις που δεν ξυρίστηκε, μύριζε αρσενικό από μακρυά. Δεν το ήξερε αλλά το συνειδητοποιούσε χάρις στην όμορφη δικηγόρο.
Ξεκίνησε το παιχνιδάκι. Οι δικηγόροι περίμεναν στην ουρά για την δικαστή. Πρώτα η όμορφη και μετά η δική του.
Άρχισαν να κοιτιούνται διακριτικά, όπως οι πρώτες, φαρδιές πινελιές ενός πίνακα ζωγραφικής που οι ζωγράφοι φυλάνε για το φόντο. Κοιτούσε από πάνω, δεξιά και αριστερά του χωρίς να μένει πολύ πάνω του. Το ίδιο και αυτός. Δεν άφηνε το βλέμμα ποτέ κάπου συγκεκριμένα. Απλώς της έδινε να καταλάβει το ενδιαφέρον του. Όταν δεν τον έβλεπε, την παρατηρούσε με ένταση. Η λεπτή γαλλική μύτη, το πάνω χείλος λίγο μικρότερο από το σαρκώδες κάτω, τα ίσια καστανά μαλλιά, ο λαιμός έτοιμος για δάγκωμα. Την ήθελε σαν φυλακισμένος που θέλει εξιτήριο.
Η ουρά τελείωνε, έπρεπε να προχωρήσει. Έκανε το τεστ: Άλλαξε θέση. Γύρισε να κοιτάξει και δεν τον είδε. Χωρίς αν δείξει τι νιώθει, απλώς έριξε το βλέμμα της στον χώρο και τον ξαναβρήκε. Αυτός κοιτούσε προς το μέρος της χαμογελώντας. Ανταπέδωσε.
Τώρα όταν έπαιρνε το βλέμμα από την δικαστή, κοιτούσε προς την νέα του θέση. Τα βλέμματα έγιναν επίμονα και λιγότερο ντροπαλά.
Έφτασε η σειρά της και μετά θα ήταν η δικιά του. Πλησίασε. Η όμορφη τελείωσε την υπόθεσή της, και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια τους τρίφτηκαν. Της έπιασε το χέρι.
Είναι γνωστό πως κάθε απόφαση είναι μια μικρή ή μεγάλη κατηφόρα. Θέλει προσπάθεια να επιστρέψεις πίσω. Κάποιες είναι ολόκληροι γκρεμοί. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.
-Συγγνώμη αλλά θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Μήπως μπορείς να περιμένεις μια στιγμή να τελειώσω;
Αυτό όμως που δεν είναι τόσο γνωστό, είναι πως τις αποφάσεις τις παίρνει μόνο του το σώμα - το ασυνείδητο αν προτιμάτε - και ύστερα το καταλαβαίνει το μυαλό. Το σώμα σου έχει ήδη πάρει την απόφασή του και μόνο κοιτώντας εκ των υστέρων τις πράξεις σου, βλέπεις πότε πραγματικά άρχισες να φαίρεσαι με δεδομένη την απόφαση. Αυτή η στιγμή είχε ήδη φτάσει και για τους δύο.
-Ε..., εντάξει.
Τον φώναζαν. Συναίνεσε στην προσημείωση και σε μισό λεπτό είχε τελειώσει.
Βγήκε έξω και την είδε να τον περιμένει.
-Είσαι δικηγόρος;
Χαμογέλασε.
-Αυτό ήθελες; Φυσικά. Είναι πρόβλημα;
-Όχι. Όχι. Απλώς γράφω κάτι για τα δικαστήρια, μια μικρή ιστορία, και ήθελα να μάθω κάτι για να είναι αληθοφανής. Σκέφτηκα πως αν είσαι δικηγόρος θα το ξέρεις.
-;
-Υπάρχουν τουαλέτες που μπορείτε να χρησιμοποιείτε εσείς οι δικηγόροι;
-! ... Ναι, φυσικά. Τώρα όμως μου ανάβεις την περιέργεια. Τι χρειάζονται οι τουαλέτες;
-Στην ιστορία μου, στις τουαλέτες αυτές κάνουμε εμείς οι δύο έρωτα. Έλα να μου δείξεις.
Της έπιασε το χέρι και άρχισε να περπατάει. Δεν αντιστάθηκε. Όπως και να έχει όμως, απλώς ακολουθούσε. Δεν του έδειχνε τον δρόμο.
-Ξέρεις εγώ....
-Ξέρω, την διέκοψε. Ούτε εγώ. Πρέπει όμως να δω, πρέπει εσύ να μου δείξεις.
Είχε κάτι υποβλητικό αυτό το πρέπει του που δεν μπόρεσε να του αρνηθεί. Προχωρούσε ήδη στην κατηφόρα της.
Μπήκαν στο κτήριο έξι, στο βάθος του διαδρόμου δεξιά. Έφτασαν έξω από τις τουαλέτες.
-Μπες εσύ να δεις αν υπάρχει καμιά γυναίκα μέσα.
Μπήκε. Άνοιξε την πόρτα και του έγνεψε να μπει. Μπήκε και αυτός. Ένα τετράγωνο σχετικά δωμάτιο με δύο νιπτήρες και τρία κουβούκλια.
Άνοιξε το ένα και την έσπρωξε μέσα. Μπήκε και αυτός.
Την φίλησε.
Τον δάγκωσε.
Έτσι είσαι! σκέφτηκε.
Της άρπαξε το στήθος σαν αετός το θήραμα. Το άλλο χέρι ήταν ήδη χαμηλά. Ο κώλος της σφικτός, όπως τον περίμενε.
Το πρώτο κουμπί απ'το πουκάμισο ήταν ανοικτό, το δεύτερο σκίστηκε. Φίλησε τον λαιμό της και αυτή ρίγησε.
-Όχι πιπιλιά!
-Πολύ αργά γλύκα μου.
Κάθησε, του κατέβασε το παντελόνι και τον έβγαλε έξω. Τον έβαλε στο στόμα μέχρι που η καύλα του θόλωσε τα μάτια.
Σταμάτησε να τις χαϊδεύει τα μαλλιά και την σήκωσε πάνω. Έβγαλε το παντελόνι της, την γύρισε ανάποδα και με κόντρα τον τοίχο την πήρε. Στην αρχή αργά μέχρι να μπει καλά μέσα της, και μετά όλο και πιο βίαια. Τα πνιχτά βογκητά τους έδιναν τον ρυθμό.
Βγήκε πριν τελειώσει και τις έχυσε τον κώλο.
Πήραν ανάσες καθώς ντυνόντουσαν. Δεν είπαν λέξη.
Βγήκε πρώτα αυτή και μετά αυτός.
Έξω, μίλησε πρώτη αυτή.
-Ξέρεις..., αλήθεια δεν το έχω ξανακάνει.
-Το ξέρω. Και για μένα ήταν η πρώτη φορά.
-Μήπως θα μπορούσαμε...
-Δεν νομίζω, την διέκοψε. Είναι πολύ κομπλικέ. Είναι πολλά που...
-Άστο. Αντίο, είπε με βουρκωμένα μάτια.
-Αντίο. Έφυγε με γρήγορα βήματα.
Μόλις βγήκε έξω ένιωσε το κενό στο στομάχι. Κάθε βήμα προς το αυτοκίνητο ήταν όλο και πιο βαρύ. Γύρισε πριν συμπληρώσει πέντε.
Άρχισε να τρέχει, πέρασε την είσοδο ξανά και έφτασε εκεί που την άφησε. Δεν ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω, μάταια. Είχε χαθεί.
Από τότε πέρασαν δύο χρόνια.
Μια φορά τον μήνα πηγαίνει στο προκάτ νούμερο 1. Κάθεται σε μια καρέκλα και βλέπει αυτούς που κάνουν προσημειώσεις.
Αυτή δεν ξαναφάνηκε. Δεν τον πειράζει. Του αξίζει να μην την ξαναδεί.
Πρέπει όμως να πληρώσει το χρέος του. Κάθε μήνα δωρίζει δύο ώρες «αταξίας» από την «τακτοποιημένη» ζωούλα του στην όμορφη δικηγόρο.
Ή στο φάντασμά της.
Ήταν γεμάτο από κόσμο που περίμενε για να κάνει τις συναινετικές προσημειώσεις του.
Κοίταξε γύρω και είδε κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχε όμως χρόνο για αυτά.
Έψαξε για την δικηγόρο της τράπεζάς του και τότε την είδε: Μελαχρινή, διακριτικά βαμμένη, με ένα μπεζ στενούτσικο παντελόνι, ένα άσπρο πουκάμισο. Κρατούσε φάκελο δικογραφίας στο χέρι. Ίσως τελικά να μην γίνονται μόνο συναινετικές προσημειώσεις σήμερα, σκέφτηκε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αυτή κοίταξε το κουλούρι του· όχι και το πιο σέξυ θέαμα. Παρόλα αυτά δεν τραβήχτηκε, ίσως και μια υποψία χαμόγελου να σχηματίστηκε στα χείλη της.
Η δικηγόρος του δεν είχε έρθει ακόμη, οπότε κάθησε σε μια καρέκλα και βάλθηκε να βλέπει τον κόσμο με την περιέργεια μιας κουτσομπόλας.
Ήταν όλοι εκεί: η γιαγιά που την υποβάσταζαν για να πει το ναι στην προσημείωση, η αυστηρή δικαστής με τα γυαλιά πρεσβυωπίας, ο πρώην μάγκας μουστακαλής με το παχύ αλλά άσπρο μουστάκι, οι δικηγόροι με τα μπεζ κοντομάνικα πουκαμισάκια (καλά το κάνουν επίτηδες για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους;), η κοκκινομάλλα - ελαφρώς αναμαλλιασμένη - με το πράσινο στράπλες φόρεμα που μοιάζει μόλις να βγήκε από το Sex and the City, η μαυρισμένη με το τατουάζ χέννας πάνω απ' τον αστράγαλο - κρίμα για το πρόσωπο ρε συ, πάει χαμένο τέτοιο σώμα -, η υπέρ του δέοντος γεμίζουσα το κολλάν που φοράει, ο κουστουμάκιας που είναι συνέχεια στο κινητό, το ζευγάρι που περιμένει αλλά δεν λέει και να ανταλλάξει και καμμιά κουβέντα, ο καραφλός με την κοιλίτσα (αυτή που οι Βρεταννοί ονομάζουν beerbelly - πες το αυτό με μια λέξη στην πλούσια ελληνική γλώσσα σου με το «εν πλώ» και το φιλότιμο που δεν υπάρχουν σε καμμιά άλλη γλώσσα), οι δικηγόροι με το κινητό και την στάνταρ φράση «Είστε μέσα στο κτήριο; Σηκώνω το χέρι μου με βλέπετε;».
Ήταν και η όμορφη - πως αλλιώς να την πει; -. Δικηγόρος αλλά κάποιον περίμενε. Την ξανακοίταξε. Το βλέμμα της έψαχνε στον χώρο μα όταν έπεσε πάνω του έμεινε λίγο παραπάνω. Κάτι παίζει, σκέφτηκε.
Μια ψιλή, άχαρη μπήκε μέσα με μια τσάντα λαχούρι και φώναξε την τράπεζα του. Μαζεύτηκαν τέσσερεις πέντε· μαζί τους και η όμορφη.
Έδωσε ταυτότητα, του διάβασε τα του εγγράφου, και έφυγε να ξανακάτσει. Κοίταξε την όμορφη. Είχε μια κάποια ανησυχία. Ακόμη και όταν έκανε τις συνεννοήσεις, με την δικηγόρο του, κοιτούσε προς το μέρος του.
Ήταν σέξυ σήμερα. Θέλεις το μωβ πουκάμισο με τον φαρδύ, ψηλό γιακά, θέλεις που δεν ξυρίστηκε, μύριζε αρσενικό από μακρυά. Δεν το ήξερε αλλά το συνειδητοποιούσε χάρις στην όμορφη δικηγόρο.
Ξεκίνησε το παιχνιδάκι. Οι δικηγόροι περίμεναν στην ουρά για την δικαστή. Πρώτα η όμορφη και μετά η δική του.
Άρχισαν να κοιτιούνται διακριτικά, όπως οι πρώτες, φαρδιές πινελιές ενός πίνακα ζωγραφικής που οι ζωγράφοι φυλάνε για το φόντο. Κοιτούσε από πάνω, δεξιά και αριστερά του χωρίς να μένει πολύ πάνω του. Το ίδιο και αυτός. Δεν άφηνε το βλέμμα ποτέ κάπου συγκεκριμένα. Απλώς της έδινε να καταλάβει το ενδιαφέρον του. Όταν δεν τον έβλεπε, την παρατηρούσε με ένταση. Η λεπτή γαλλική μύτη, το πάνω χείλος λίγο μικρότερο από το σαρκώδες κάτω, τα ίσια καστανά μαλλιά, ο λαιμός έτοιμος για δάγκωμα. Την ήθελε σαν φυλακισμένος που θέλει εξιτήριο.
Η ουρά τελείωνε, έπρεπε να προχωρήσει. Έκανε το τεστ: Άλλαξε θέση. Γύρισε να κοιτάξει και δεν τον είδε. Χωρίς αν δείξει τι νιώθει, απλώς έριξε το βλέμμα της στον χώρο και τον ξαναβρήκε. Αυτός κοιτούσε προς το μέρος της χαμογελώντας. Ανταπέδωσε.
Τώρα όταν έπαιρνε το βλέμμα από την δικαστή, κοιτούσε προς την νέα του θέση. Τα βλέμματα έγιναν επίμονα και λιγότερο ντροπαλά.
Έφτασε η σειρά της και μετά θα ήταν η δικιά του. Πλησίασε. Η όμορφη τελείωσε την υπόθεσή της, και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια τους τρίφτηκαν. Της έπιασε το χέρι.
Είναι γνωστό πως κάθε απόφαση είναι μια μικρή ή μεγάλη κατηφόρα. Θέλει προσπάθεια να επιστρέψεις πίσω. Κάποιες είναι ολόκληροι γκρεμοί. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.
-Συγγνώμη αλλά θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Μήπως μπορείς να περιμένεις μια στιγμή να τελειώσω;
Αυτό όμως που δεν είναι τόσο γνωστό, είναι πως τις αποφάσεις τις παίρνει μόνο του το σώμα - το ασυνείδητο αν προτιμάτε - και ύστερα το καταλαβαίνει το μυαλό. Το σώμα σου έχει ήδη πάρει την απόφασή του και μόνο κοιτώντας εκ των υστέρων τις πράξεις σου, βλέπεις πότε πραγματικά άρχισες να φαίρεσαι με δεδομένη την απόφαση. Αυτή η στιγμή είχε ήδη φτάσει και για τους δύο.
-Ε..., εντάξει.
Τον φώναζαν. Συναίνεσε στην προσημείωση και σε μισό λεπτό είχε τελειώσει.
Βγήκε έξω και την είδε να τον περιμένει.
-Είσαι δικηγόρος;
Χαμογέλασε.
-Αυτό ήθελες; Φυσικά. Είναι πρόβλημα;
-Όχι. Όχι. Απλώς γράφω κάτι για τα δικαστήρια, μια μικρή ιστορία, και ήθελα να μάθω κάτι για να είναι αληθοφανής. Σκέφτηκα πως αν είσαι δικηγόρος θα το ξέρεις.
-;
-Υπάρχουν τουαλέτες που μπορείτε να χρησιμοποιείτε εσείς οι δικηγόροι;
-! ... Ναι, φυσικά. Τώρα όμως μου ανάβεις την περιέργεια. Τι χρειάζονται οι τουαλέτες;
-Στην ιστορία μου, στις τουαλέτες αυτές κάνουμε εμείς οι δύο έρωτα. Έλα να μου δείξεις.
Της έπιασε το χέρι και άρχισε να περπατάει. Δεν αντιστάθηκε. Όπως και να έχει όμως, απλώς ακολουθούσε. Δεν του έδειχνε τον δρόμο.
-Ξέρεις εγώ....
-Ξέρω, την διέκοψε. Ούτε εγώ. Πρέπει όμως να δω, πρέπει εσύ να μου δείξεις.
Είχε κάτι υποβλητικό αυτό το πρέπει του που δεν μπόρεσε να του αρνηθεί. Προχωρούσε ήδη στην κατηφόρα της.
Μπήκαν στο κτήριο έξι, στο βάθος του διαδρόμου δεξιά. Έφτασαν έξω από τις τουαλέτες.
-Μπες εσύ να δεις αν υπάρχει καμιά γυναίκα μέσα.
Μπήκε. Άνοιξε την πόρτα και του έγνεψε να μπει. Μπήκε και αυτός. Ένα τετράγωνο σχετικά δωμάτιο με δύο νιπτήρες και τρία κουβούκλια.
Άνοιξε το ένα και την έσπρωξε μέσα. Μπήκε και αυτός.
Την φίλησε.
Τον δάγκωσε.
Έτσι είσαι! σκέφτηκε.
Της άρπαξε το στήθος σαν αετός το θήραμα. Το άλλο χέρι ήταν ήδη χαμηλά. Ο κώλος της σφικτός, όπως τον περίμενε.
Το πρώτο κουμπί απ'το πουκάμισο ήταν ανοικτό, το δεύτερο σκίστηκε. Φίλησε τον λαιμό της και αυτή ρίγησε.
-Όχι πιπιλιά!
-Πολύ αργά γλύκα μου.
Κάθησε, του κατέβασε το παντελόνι και τον έβγαλε έξω. Τον έβαλε στο στόμα μέχρι που η καύλα του θόλωσε τα μάτια.
Σταμάτησε να τις χαϊδεύει τα μαλλιά και την σήκωσε πάνω. Έβγαλε το παντελόνι της, την γύρισε ανάποδα και με κόντρα τον τοίχο την πήρε. Στην αρχή αργά μέχρι να μπει καλά μέσα της, και μετά όλο και πιο βίαια. Τα πνιχτά βογκητά τους έδιναν τον ρυθμό.
Βγήκε πριν τελειώσει και τις έχυσε τον κώλο.
Πήραν ανάσες καθώς ντυνόντουσαν. Δεν είπαν λέξη.
Βγήκε πρώτα αυτή και μετά αυτός.
Έξω, μίλησε πρώτη αυτή.
-Ξέρεις..., αλήθεια δεν το έχω ξανακάνει.
-Το ξέρω. Και για μένα ήταν η πρώτη φορά.
-Μήπως θα μπορούσαμε...
-Δεν νομίζω, την διέκοψε. Είναι πολύ κομπλικέ. Είναι πολλά που...
-Άστο. Αντίο, είπε με βουρκωμένα μάτια.
-Αντίο. Έφυγε με γρήγορα βήματα.
Μόλις βγήκε έξω ένιωσε το κενό στο στομάχι. Κάθε βήμα προς το αυτοκίνητο ήταν όλο και πιο βαρύ. Γύρισε πριν συμπληρώσει πέντε.
Άρχισε να τρέχει, πέρασε την είσοδο ξανά και έφτασε εκεί που την άφησε. Δεν ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω, μάταια. Είχε χαθεί.
Από τότε πέρασαν δύο χρόνια.
Μια φορά τον μήνα πηγαίνει στο προκάτ νούμερο 1. Κάθεται σε μια καρέκλα και βλέπει αυτούς που κάνουν προσημειώσεις.
Αυτή δεν ξαναφάνηκε. Δεν τον πειράζει. Του αξίζει να μην την ξαναδεί.
Πρέπει όμως να πληρώσει το χρέος του. Κάθε μήνα δωρίζει δύο ώρες «αταξίας» από την «τακτοποιημένη» ζωούλα του στην όμορφη δικηγόρο.
Ή στο φάντασμά της.
Blogged with the Flock Browser
Tweet