Τον θυμάμαι τον παππού.
Τον έβλεπα κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Λένε πως οι άνθρωποι όσο μεγαλώνουν αποκτούν συνήθειες που δεν τις αλλάζουν εύκολα. Μπορεί. Μπορεί και να ήταν άνθρωπος που είχε τέτοιες συνήθειες και νέος. Δεν ξέρω.
Ξέρω όμως πως κάθε βράδυ έκανε το ίδιο πράγμα. Πρώτα τρώγαμε το βραδυνό και έριχνε τον καθιερωμένο τσακωμό με την γιαγιά για το φαΐ. Δεν έχει σημασία γιατί. Κάθε φορά άλλο, κάθε φορά το ίδιο.
Είναι κάτι τσακωμοί που μοιάζουν με σελίδες βιβλίου. Ανοίγεις δυο στην τύχη και είναι τελείως διαφορετικές. Άλλες λέξεις, άλλα γράμματα, άλλα σημεία στίξης. Αν μείνεις όμως εκεί και είσαι ευχαριστημένος, τότε είσαι στατιστικολόγος. Πρέπει να τις ανοίξεις μία μία με την σειρά. Τότε βλέπεις πως η μία αλληλοσυμπληρώνει την άλλη, η μία δίνει νόημα στην επόμενη και όλες μαζί κάνουν μια ιστορία, ένα βιβλίο, μια ζωή.
Τέλος πάντων, παρασύρομαι. Μετά τον βραδινό τσακωμό, έβγαινε έξω στον κήπο και πήγαινε στην άκρη του, εκεί που υπήρχει το παλιό κοτέτσι. Πήγαινε καιρός που είχε σταματήσει να έχει κότες και το είχε για να μαζεύει ξύλα για τον χειμώνα εκεί. Τα φρέσκα αυγά στο χωριό δεν ήταν δυσεύρετα, και οι κότες μπελάς όσο μεγαλώνεις...
Πήγαινε λοιπόν εκεί, έβγαζε τα σπίρτα - δεν του άρεσαν οι αναπτήρες στη γεύση έλεγε - και άναβε τσιγάρο. Μην με ρωτήσετε αν το έκανε και τον χειμώνα, εγώ το καλοκαίρι τον έβλεπα στο χωριό. Μπορεί αυτή η εικόνα να είναι ένα ψέμα του μυαλού μου· για μένα όμως γινόταν κάθε μέρα.
Ρουφούσε αυτό το τσιγάρο σαν να ήταν το τελευταίο της ζωής του εκεί στο πεζούλι, έξω απ'το παλιό κοτέτσι. Πάντα σκεφτικός, δεν μου μιλούσε σαν πλησίαζα. Μόνο κανένα χαμόγελο μου χάριζε.
Αφού έφτανε στο τέλος αυτό το τσιγάρο, ρουφούσε την τελευταία ρουφηξιά με τα μάτια κλειστά και με τόση δύναμη, που θαρρείς θα ρουφούσε τον κόσμο όλο. Θα γινόταν το παλιό κοτέτσι, το χωράφι δίπλα, το σπίτι μας, τα τέσσερα γειτονικά στον δρόμο, ένα σεντόνι που θα έμπαινε στο στόμα του και θα άφηνε πίσω το απόλυτο μαύρο, το απόλυτο κενό.
Όσο δυνατά ρουφούσε, τόσο αργά και απαλά έβγαζε μετά την αναπνοή του. Με έναν ανατολίτικο ρυθμό, σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος και να μην υπήρχει καμμιά έννοια στην ζωή.
Μετά, έβγαζε έναν αναστεναγμό, έσβηνε την γόπα, και πήγαινε σπίτι να ξαπλώσει δίπλα στην γιαγιά.
Η Καλύτερή μου Φίλη...
16 hours ago
20 comments:
Βρε τον παππού! Ξέρεις Βάσκες μου έχω προσέξει ότι μερικούς ανθρώπους ο καυγάς τους τρέφει και τους αναζωογονεί. Ίσως ο παππούς να ήταν τέτοιος. Όσο για το τσιγάρο, μου θυμίζει το δικό μου τον παππού που όμως ήταν ένας ήπιος άνθρωπος.
Την καλημέρα μου.
καλημερα βασκες φιλε..πολυ ωραια αναρτηση,με εκανες κ εμενα να θυμηθω τον παππου μου..
καπως ετσι..
Καλημέρα. Πολύ όμορφη ιστορία. Δείχνει αγάπη.
Τόσο για τον παππού, όσο και για το τσιγάρο... (που κάποιος πρέπει να κόψει, υποθέτω).
Ρούφαγε το τσιγάρο σαν να ρούφαγε τον κόσμο όλο. Και ο δικός μου παππούς. Ίσως και εμείς όταν γίνουμε παππούδες. Η συνήθεια στους γέρους, είναι η εξοικείωση με το χρόνο. Τον γυμνάζουν με τις επαναλήψεις.
Την καλημέρα μου Βάσκες
Έτσι ήταν οι παλιές καραβάνες...
Τώρα, χαζοτσακωνόμαστε κι ακούς μετά το βαρύ γδούπο της πόρτας. Και το βράδυ κοιμούνται χώρια οι άνθρωποι.
Καλησπέρες.
...
Καλημέρα
..ακομα θυμαμαι το παππου μου να λεει "Δημητρα λες βλακειες" στη γιαγια...
καλο μηνα Βασκες...α! και χρονια πολλα ....(ξεχναω τελευταια)
Θυμάμαι τον παππού μου τη μέρα που αρρώστησε.
Παραπάτησε την ώρα που πήγαινε ν΄ακουμπήσει τον καφέ του -μέσα στο χοντρό κόκκινο φλυτζάνι- στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα του.
Πάνω στο τραπεζάκι, η εφημερίδα, το σταχτοδοχείο και το πακέτο με τα τσιγάρα του, ΑSSOS άφιλτρα στην κόκκινη κασετίνα.
Μέρες μετά συνήλθε στο νοσοκομείο μετά από ένα "βαθύ ύπνο".Η διάγνωση δεν επέτρεπε μαζί με την ηλικία του ούτε αυτή ακόμη τη συγκρατημένη αισιοδοξία.
Από τα ελάχιστα πράματα που ζήτησε ήταν να καπνίσει το τσιγάρο που δεν είχε προλάβει πριν το επεισόδιο.
Ο γιατρός του το επέτρεψε ίσως γιατί ήξερε πως θα ήταν από τις τελευταίες απολαύσεις του.
Πήρε το τσιγάρο το΄κοψε στη μέση και άναψε το μισό τσιγάρο.Απορημένη τον ρώτησα γιατί το' κοψε.
Θυμήθηκε πως στη δεκαετία του '50 και όντας πολιτικός κρατούμενος έκοβε το τσιγάρο -φαντάζομαι μαζί με αυτόν και χιλιάδες άλλοι- για να μοιράζει την απόλαυση,τη γαλήνη, την προσδοκία ή το όνειρο σε...δόσεις.Πέντε ρουφηξιές τώρα, πέντε μετά.
Το τσιγάρο λοιπόν από τότε δεν ταυτίζεται πια για μένα μόνο με τις βλαβερές συνέπειες που αυτό έχει αλλά του "χρωστώ" το γεγονός πως λειτούργησε για τον παππού μου, τον πιο αγαπημένο των αγαπημένων μου, κάποτε σε κάποια κελιά φυλακών ή τόπους εξορίας ως ένα από τα αποκούμπια του.
Και το "χρωστώ" αυτό ενώ ποτέ στη ζωή μου δεν κάπνισα παρά μόνο τότε που παιδί έξι ή εφτά χρονών έτρεχα στην αγκαλιά του παππού την ώρα που άναβε το άφιλτρο τσιγάρο του και παρακλητικά του έλεγα "μία ρουφηξιά μόνο παππού"...
Μου θύμισες τον παππού μου.Ίσως όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι να μοιάζουν τελικά..
Μια καλησπέρα και απο μένα..:)
Μου θύμισες τον παππού μου.Ίσως όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι να μοιάζουν τελικά..
Μια καλησπέρα και απο μένα..:)
ωραία ιστορία.
την καλησπέρα μου
Καλά, τι πάθαμε απόψε με τους παππούδες μας;
Για έλα να δεις αν κάπνιζαν το ίδιο τσιγάρο...
Χαίρομαι παιδιά που σας θύμισα τους παππούδες σας, αυτές τις γλυκές μορφές που μόνο χαρές μας θυμίζουν.
(Ιδιαίτερα χαίρομαι για την ιστορία σου Αύριο είναι μια καινούργια μέρα!).
Λίγο στεναχωριέμαι γιατί το θέμα μου ήταν κυρίως ο καυγάς και δευτερευόντως ο παππούς και το τσιγάρο. Απ'την άλλη είναι όμορφο κάτι που γράφεις να ζει την ζωή του παρά τις προσδοκίες σου. Ίσως λοιπόν να ήθελα να έγραφα για τον παππού και όχι για τους καυγάδες.
Καλημέρα.
Υ.Γ. Χρωστάω μια τακτοποίηση στις άγκυρες επιτέλους. Σας διαβάζω και πρέπει αν φαίνεται.
ΝΑ φαίνεται. Αμαν!
Πρώτη δόση έγινε...
"ρουφώ καπνό
τραβώ καπνό
ζωή είναι και τελειώνει..."
εξαιρετικό!
καλημέρα
Σε εχωσα παλι σε βλογοπαιγνιο (καλο)
αχαχαχαχαχαχα, νεε!
:ΡΡΡ
ΥΓ. Τωρα πουχεις ξεσκατίσει ίσαμε 150 πάνες κακακια, τι εχεις να πεις για τη γοητεία των θηλυκώνε;;;;
:)
Τι θυμήθηκα διαβάζοντας το πολύ ωραίο ποστ.
Έναν παππού που άρχισε το κάπνισμα στα ...70! ...από βαρεμάρα...
docor
Και σίγουρα "δεν κοιμόταν με τις κότες", ο παππούς Βάσκες.
Ωραίο!
Post a Comment