Wednesday 30 January 2008

Ανάγκη

Ο ήβος την είχε κάνει σαν δαμασκηνό σπαθί.

Τα χρόνια όσο και αν την βάρεναν, δεν μπορούσαν να την σταματήσουν. Η ανάγκη την έκανε να περπατάει με το Π πάνω κάτω την Ζωωδόχου Πηγής: έμενε μόνη.

Στο σούπερ μάρκετ την βοηθούσαν· ζητούσε τα λιγοστά πράγματα που χρειαζόταν και κάποιος υπάλληλος της τα έφερνε. Στον φούρνο, στο κρεωπολείο στο φαρμακείο, όλοι την ήξεραν. Υπάρχουν βλέπεις ακόμη χωριά μέσα στις μεγαλουπόλεις.

Κι αυτή δεν έχανε καιρό να πιάσει την κουβέντα. Τι για τα παιδιά της που δεν βλέπει πια συχνά, τι για περασμένα μεγαλεία που δεν θα ξανάρθουν. Δεν είχε σημασία που ο άλλος δεν θα την ξανάβλεπε. Η ανάγκη την έκανε να μιλάει: ένιωθε μόνη.

Με βρήκε στον φούρνο. Μου φάνηκε πως της πήρε μια αιωνιότητα μέχρι να γυρίσει το σκυφτό κορμί της για να μου μιλήσει. Συστήθηκε, συστήθηκα, μου είπε κάτι εισαγωγικά μέχρι να φτάσει στο κύριο πιάτο. "Αχ παιδί μου, τι περιμένει και δεν με παίρνει και εμένα; Δεν έχω τι να περιμένω πια."

Νομίζω πως δεν είναι ο πόνος που την έχει καταβάλει. Είναι που όταν περπατάει δεν μπορεί να κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Είναι που αναγκάζεται και κοιτάει πάντα χαμηλά.

No comments: