Ήταν άνθρωπος της ρουτίνας. Ξύπνησε στις 8:30, λίγο αργότερα αν το συγκρίνεις με ένα ή δύο χρόνια πριν, αλλά συνηθισμένο για το τελευταίο διάστημα.
Πρωινές ετοιμασίες, και στον δρόμο. Το καφέ ήταν οκτώ λεπτά με τα πόδια. Ανηφόρα αλλά έτσι πρέπει. Πρώτα η ανηφόρα, και στον γυρισμό η κατηφόρα. Τότε που το σώμα αρχίζει να σκέφτεται τρόπους αντίστασης στο μυαλό, τότε βοηθάει η κατηφόρα. Τώρα το πρωινό σφρίγος και η αύρα τού έδινε δυνάμεις.
Μπήκε μέσα και κάθησε στο συνηθισμένο. Είχε περάσει έξω από τον σταθμό και μάζεψε την free εφημερίδα του, καθόλα έτοιμος.
Ο διπλός espresso ήρθε· ήπιε τις δυο γουλιές γρήγορα πριν κρυώσει. Τον υπόλοιπο θα τον έπινε σιγά σιγά όσο διάβαζε.
Ίδια μαυρίλα και σήμερα, ακόμη και στις ελεύθερες εκδόσεις. Αυτές, που δεν έχουν ανάγκη να φορτώνονται με άχρηστα έντυπα και DVD που αγοράζουμε για να μην δούμε για να πουλήσουν. Αυτές που δεν ψάχνουν τον τσακωμό για να σε τραβήξουν, γιατί έχουν το μεγαλύτερο δέλεαρ: είναι τζάμπα.
Όλα έχουν υπέρ και κατά θα μου πεις. Οι τζάμπα σε τραβάνε μέχρι να τις αποκτήσεις αλλά μετά τις βαριέσαι αμέσως - είναι οι τσούλες της ενημέρωσης. Αυτές που πληρώνεις έχουν λιγότερους πελάτες, αλλά αν δώσεις τα λεφτά, πρέπει να τις ξεκοκκαλήσεις από πάνω ως κάτω για να πάρεις όσο γίνεται περισσότερα πίσω. Μόνο τα γράμματα των αναγνωστών δεν διάβαζονται με τίποτε...
Είχε σηκώσει τις κεραίες· το είχε μάθει τους τελευταίους οκτώ μήνες το κόλπο: Διάβαζε και πρόσεχε τι έλεγαν οι θαμώνες. Όχι όλα, προφανώς. Μόνο κάτι σκόρπια δεξιά και αριστερά, αρκετά όμως για να περνά την ώρα του ευχάριστα, να μαζεύει τσιτάτα για το βιβλίο που θα έγραφε κάποτε. (Δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί· το άφηνε μόνο μέσα σε παρενθέσεις).
- Ευτυχώς δεν έχω πρόβλημα με την στύση μου, η καρδιά μου ήτανε! Λέει ο ένας μεσήλικας στο άλλο και σκάει ένα τρανταχτό γέλιο σε μια αρχαιόθεν προσπάθεια να ξορκίσει τον θάνατο. Ή μήπως ήταν ανέκδοτο που τώρα τελείωνε παραδίνοντας την ατάκα;
Όχι. Ανέκδοτο είχε ακούσει προχθές από τους νεαρούς:
-Τελικά ποιο είναι το σωστό, ρωτάει η ξανθιά: Ιράν ή Ιράκ;
Ο δεύτερος άργησε να το πιάσει, και μόνο τα γέλια του τρίτου άπλωσαν παλαμάρια και τον τράβηξαν μαζί τους. Παρατήρησε πως ο όγκος του γέλιου ανάμεσά τους ήταν σταθερός: Αν ο ένας αργούσε να ξεκινήσει, θα τελειώνε και τελευταίος. Πάντως κάθε τρεις λέξεις έσκαγαν στα γέλια, ανέμελοι θαρρείς, χωρίς να έχουν δει ειδήσεις, να έχουν ακούσει για την κρίση, να έχουν θυμώσει για τις επικρίσεις, να έχουν κλάψει γιατί έχουν αντικρύσει την φτώχια, τον πόνο και την μιζέρια.
Νέοι με κάθε σημασία της λέξης: Μικροί στην ηλικία, άβγαλτοι, άπειροι, αφελείς. Μακάρι να μην μεγαλώσουν, ευχήθηκε μέσα του. Λάθος. Μακάρι να μην χρειαστεί να μεγαλώσουν. Δεν είναι το ίδιο.
Τελείωσε τον καφέ καθώς άκουσε τον τριαντάρη να βγάζει λογύδριο κατά της θρησκείας αποδεικνύοντας πως η ανισότητα των δύο φύλων έχει θρησκευτικές ρίζες.
Συνέχισε. Πορτοκαλάδα. Φυσική. Ευχαριστώ.
Άρχισε, να κοιτάζει και τους γύρω του περισσότερο. Αν τελείωνε γρήγορα η εφημερίδα τότε δεν θα είχε τι να κάνει. Κοίταξε με θλίψη τον συνταξιούχο που φόραγε το ψαθάκι του καθώς είχε τελειώσει το μέτρημα των ψιλών. Δεν έβγαλε χαρτονόμισμα· πλήρωσε με κέρματα· είκοσι λεπτά πουρμπουάρ, από το μαύρο πορτοφολάκι για τα ψιλά, αυτό που μοιάζει με τακούνι. Αλήθεια φτιάχνει κανένας τέτοια πορτοφολάκια πια; Τα αγοράζει κάποιος σήμερα, χθες; Ή μήπως σταμάτησαν να τα φτιάχνουν εκεί κάπου λίγο μετά την μεταπολίτευση και τώρα πουλάνε από στοκ;
Η μόνη γυναίκα, ήταν λίγο ατημέλητη, καθόλου θηλυκή θα έλεγε, αν και είχε κάτι το ευάλωτο αυτή η πρωϊνή της εμφάνιση, κάτι που τραβάει ένα συγκεκριμένο είδος άντρα, αυτού που θέλει να προσφέρει προστασία· του μπράβου των σχέσεων. Διάβαζε ένα μικρό βιβλίο, με τα μικρά της δάχτυλα να δείχνει τις σειρές και σχεδόν να συλλαβίζει. Αίνιγμα τι έκανε τέτοια ώρα. Λες και ετοιμαζόταν για κάποιο διαγώνισμα ιθαγένειας και μάθαινε Ελληνικά. Μπα σε καλό σου, που τα βρίσκεις.
Κούνησε το κεφάλι, πλήρωσε και σηκώθηκε, αφήνοντας την εφημερίδα για τον επόμενο.
Κίνησε για το σπίτι με μια αδιόρατη μελαγχολία· θα του λείψουν όλα αυτά.
Αύριο βλέπεις, μετά από οχτώ μήνες, ξαναέπιανε δουλειά.