Γεννήθηκαν δίδυμοι. Ομοζυγωτικοί. Δεν μπορούσαν να είναι πιο ίδιοι. Μικρούς, ακόμη και η μάνα τους τούς έδενε κορδελάκια στα χέρια. Ένα κίτρινο, ένα κόκκινο. Για να τους ξεχωρίζει. Για τους άλλους ούτε λόγος. Μεγαλώνοντας ο Νικήτας έγινε λίγο πιο στρουμπουλός, ο Κώστας είχε κάτι χτυπήματα στα πόδια από τα παιχνίδια και ήταν λίγο πιο εύκολο να τους ξεχωρίσεις. Μικροπράγματα όμως. Τα σημαντικά παρέμεναν ίδια. Άλλαζαν και με τον ίδιο τρόπο. Οι κρόταφοι είχαν γκριζάρει το ίδιο γοητευτικά, το προγούλι κρεμούσε λιγάκι, μέχρι και το λακάκι στο πηγούνι άρχισε να εμφανίζεται σιγά σιγά τον ίδιο καιρό.
Γεννήθηκαν δίδυμοι. Ομοζυγωτικοί. Δεν μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί. Από μικροί ο ένας καλό παιδί και υπάκουος, ο άλλος καπετάν φασαρίας. Αν δεν βιαζόταν να ξέρει ποιός είναι ποιός, η μάνα τους δεν θα χρειαζόταν κορδελάκια. Θα παρατηρούσε πέντε λεπτά και θα καταλάβαινε. Ο Νικήτας έτρωγε όλο το γάλα και πήγαινε για ύπνο όταν του το έλεγαν, ο Κώστας τους έβγαζε το λάδι. Ο ένας καθόταν στην καρέκλα του ο άλλος έκανε σβούρες. Ο Κώστας τράβαγε καμμιά φορά τον Νικήτα σε καμμιά περιπέτεια, και ο Νικήτας ηρεμούσε πότε πότε τον Κώστα. Μικροπράγματα όμως. Στα σημαντικά απόκλιναν το ίδιο. Μεγάλωναν και παρέμεναν διαφορετικοί. Ο Νικήτας παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί, είχε μια σταθερή δουλίτσα και δεν ρίσκαρε και πολύ. Ο Κώστας δούλευε για έξι μήνες τον χρόνο, χρυσοπληρωνόταν, και τον υπόλοιπο καιρό ταξίδευε. Ασία, Αφρική, Νότιος και Βόρειος Αμερική, παντού. Τα μάτια του είχαν δει τα πάντα. Για γάμο, ούτε συζήτηση.
Όσο και αν θέλεις όμως να είσαι ήσυχος, η ζωή δεν σε αφήνει. Η γυναίκα του Νικήτα τον άφησε. Βαρέθηκε λέει. Είχε καταντήσει βαρετός. Δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια να την κρατήσει. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Έβλεπε την κόρη του κάθε εβδομάδα και αυτό του έδινε ευτυχία. Βρέθηκε να πρέπει να σκεφτεί πως θα γνωρίσει κάποιαν. Να αρχίσει να βγαίνει σε κανένα μπαράκι.
Όσο και αν θέλεις όμως να ανακατεύεις τα πάντα, η ζωή δεν σε αφήνει. Ο Νικήτας πήρε ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας από τον Κώστα. Ήταν στα δάση του Khovsgol στην Μογγολία. Έκανε ιππασία εκεί που έχουν τις δερμάτινες Ρωσικές σέλλες, όχι τις ξύλινες Μογγολέζικες που σου πιάνεται ο κώλος. Έπεσε. Ήταν στο κρεβάτι με σπασμένο πόδι και δεν ένιωθε τα κάτω άκρα.
Μπήκε στο πρώτο αεροπλάνο για Μόσχα. Από εκεί με Αεροφλότ για Ουλάν Μπατόρ. Συνέχισε με τζιπάκι για τα βορειοδυτικά. Τον βρήκε σε ένα γκερ*. Με λίγα παυσίπονα την έβγαζε, και με νάρθηκα. Βλέπεις η ιατρική δεν είναι και το φόρτε των Μογγόλων. Η επιστροφή αντίστροφη αλλά πιο αργή. Η παράλυση παρέμενε και, όπως δυστυχώς επιβεβαίωσαν και οι γιατροί στην Αθήνα, θα παρέμενε για πάντα.
Ο Νικήτας προσέχει τον Κώστα τώρα. Μένουν μαζί, έχει και μια αποκλειστική για να τον προσέχει όταν λείπει στην δουλειά. Αυτός τρέχει για ό,τι χρειάζονται. Ο Κώστας είναι καθηλωμένος αλλά δεν παραπονιέται. Έζησε μια γεμάτη ζωή λέει, πιο γεμάτη από πολλών άλλων. Κάθεται και διηγείται στον Νικήτα ιστορίες από τα ταξίδια του και, μια φορά το εξάμηνο, τον στέλνει σε μέρη που έχει πάει, σε γνωστούς ή φίλους που τον ξεναγούν και τον περιποιούνται. Και ο Νικήτας γυρίζει και του λέει τι άλλαξε από τότε που πήγε, του πηγαίνει φωτογραφίες και δώρα από τους φίλους.
Γεννήθηκαν δίδυμοι. Και θα πεθάνουν έτσι.
*οι στρογγυλές τέντες-σπίτια των Μογγόλων, αυτές που οι Τούρκοι λένε γιούρτ. Παρόμοια μπορείτε να βρείτε σε κάτι αναπαραστάσεις παραδοσιακών οικισμών πομάκων στην βόρειο Ελλάδα.
Γεννήθηκαν δίδυμοι. Ομοζυγωτικοί. Δεν μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί. Από μικροί ο ένας καλό παιδί και υπάκουος, ο άλλος καπετάν φασαρίας. Αν δεν βιαζόταν να ξέρει ποιός είναι ποιός, η μάνα τους δεν θα χρειαζόταν κορδελάκια. Θα παρατηρούσε πέντε λεπτά και θα καταλάβαινε. Ο Νικήτας έτρωγε όλο το γάλα και πήγαινε για ύπνο όταν του το έλεγαν, ο Κώστας τους έβγαζε το λάδι. Ο ένας καθόταν στην καρέκλα του ο άλλος έκανε σβούρες. Ο Κώστας τράβαγε καμμιά φορά τον Νικήτα σε καμμιά περιπέτεια, και ο Νικήτας ηρεμούσε πότε πότε τον Κώστα. Μικροπράγματα όμως. Στα σημαντικά απόκλιναν το ίδιο. Μεγάλωναν και παρέμεναν διαφορετικοί. Ο Νικήτας παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί, είχε μια σταθερή δουλίτσα και δεν ρίσκαρε και πολύ. Ο Κώστας δούλευε για έξι μήνες τον χρόνο, χρυσοπληρωνόταν, και τον υπόλοιπο καιρό ταξίδευε. Ασία, Αφρική, Νότιος και Βόρειος Αμερική, παντού. Τα μάτια του είχαν δει τα πάντα. Για γάμο, ούτε συζήτηση.
Όσο και αν θέλεις όμως να είσαι ήσυχος, η ζωή δεν σε αφήνει. Η γυναίκα του Νικήτα τον άφησε. Βαρέθηκε λέει. Είχε καταντήσει βαρετός. Δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια να την κρατήσει. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Έβλεπε την κόρη του κάθε εβδομάδα και αυτό του έδινε ευτυχία. Βρέθηκε να πρέπει να σκεφτεί πως θα γνωρίσει κάποιαν. Να αρχίσει να βγαίνει σε κανένα μπαράκι.
Όσο και αν θέλεις όμως να ανακατεύεις τα πάντα, η ζωή δεν σε αφήνει. Ο Νικήτας πήρε ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας από τον Κώστα. Ήταν στα δάση του Khovsgol στην Μογγολία. Έκανε ιππασία εκεί που έχουν τις δερμάτινες Ρωσικές σέλλες, όχι τις ξύλινες Μογγολέζικες που σου πιάνεται ο κώλος. Έπεσε. Ήταν στο κρεβάτι με σπασμένο πόδι και δεν ένιωθε τα κάτω άκρα.
Μπήκε στο πρώτο αεροπλάνο για Μόσχα. Από εκεί με Αεροφλότ για Ουλάν Μπατόρ. Συνέχισε με τζιπάκι για τα βορειοδυτικά. Τον βρήκε σε ένα γκερ*. Με λίγα παυσίπονα την έβγαζε, και με νάρθηκα. Βλέπεις η ιατρική δεν είναι και το φόρτε των Μογγόλων. Η επιστροφή αντίστροφη αλλά πιο αργή. Η παράλυση παρέμενε και, όπως δυστυχώς επιβεβαίωσαν και οι γιατροί στην Αθήνα, θα παρέμενε για πάντα.
Ο Νικήτας προσέχει τον Κώστα τώρα. Μένουν μαζί, έχει και μια αποκλειστική για να τον προσέχει όταν λείπει στην δουλειά. Αυτός τρέχει για ό,τι χρειάζονται. Ο Κώστας είναι καθηλωμένος αλλά δεν παραπονιέται. Έζησε μια γεμάτη ζωή λέει, πιο γεμάτη από πολλών άλλων. Κάθεται και διηγείται στον Νικήτα ιστορίες από τα ταξίδια του και, μια φορά το εξάμηνο, τον στέλνει σε μέρη που έχει πάει, σε γνωστούς ή φίλους που τον ξεναγούν και τον περιποιούνται. Και ο Νικήτας γυρίζει και του λέει τι άλλαξε από τότε που πήγε, του πηγαίνει φωτογραφίες και δώρα από τους φίλους.
Γεννήθηκαν δίδυμοι. Και θα πεθάνουν έτσι.
*οι στρογγυλές τέντες-σπίτια των Μογγόλων, αυτές που οι Τούρκοι λένε γιούρτ. Παρόμοια μπορείτε να βρείτε σε κάτι αναπαραστάσεις παραδοσιακών οικισμών πομάκων στην βόρειο Ελλάδα.
Blogged with the Flock Browser
Tweet
6 comments:
Αυτή είναι η δεύτερη ιστορία που σας χρωστούσα.
Ουπς! Σε κλέβουμε στα χρεωστούμενα. Πολλά δίνεις. ;)
Οπα! Να το αντιληφθω το ηθικον διδαγμα ή να μην το αντιληφθω?
... ...
αναρωτιέμαι, αν δεν ήταν ιστορία αυτή η ανάρτηση,
θα μπορούσε να υπάρξει τόση αγάπη στην πραγματικότητα.
... ...
Πολύ καλή ιστορία.
Πολύ καλός ο ρυθμός της αφήγησης.
Γνωρίζω δυό διδύμους, από τα φοιτητικά χρόνια.
Αποτελούσαν "γραφικές" (ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός) προσωπικότητες για το κοινό της Θεσσαλονίκης, ιδίως στην περίοδο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ.
Εκπληκτική ομοιότητα, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στην συμπεριφορά!
Εδώ και λίγο καιρό, βλέπω πλέον μόνο τον ένα, μόνο του... Δεν τόλμησα να ρωτήσω για τον άλλο.
Εχω μια υποψία, όμως ότι μπορεί και να μην υπάρχει.
Η μόνη σκέψη που με παρηγορεί ότι ίσως κάνω λάθος είναι πως μου φαίνεται αδιανόητοο να ¨έφυγε¨ΜΟΝΟ ο ένας...
@niemandsrose Όλα εδώ πληρώνονται...
@nelly Opera aperta...
@gremiii Όλα ιστορίες είναι. ακόμη και η πραγματικότητα.
@fegia. Ομαδάρα, ελπίζω να κάνεις λάθος. Μες την ζωή όμως και να μην κάνεις... Σε υχαριστώ για τα καλά λόγια.
Post a Comment